ἦσμεν
Look at other dictionaries:
ᾖσμεν — οἶδα see plup ind act 1st pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦισμεν — ᾖσμεν , οἶδα see plup ind act 1st pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek