ἦσμεν

ἦσμεν
ἦσμεν, [dialect] Att. for ᾔδειμεν,
A v. Εἴδω. [full] ἧσο, v. ἧμαι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ᾖσμεν — οἶδα see plup ind act 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦισμεν — ᾖσμεν , οἶδα see plup ind act 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”